Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανερεύνητος -η -ο [anerévnitos] Ε5 : που δεν έχει ερευνηθεί, που δεν έχει εξεταστεί: Πολλές περίοδοι της ιστορίας είναι ακόμα ανερεύνητες.
[λόγ. < αρχ. ἀνερεύνητος]