Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανεπιτυχής -ής -ές [anepitixís] Ε10 : που δεν έχει επιτυχία· αποτυχημένος. ANT επιτυχής: ~ απόπειρα ληστείας / βιασμού. || άστοχος: H επιλογή του για τη θέση του διευθυντή ήταν ~. Έγιναν πολλοί ανεπιτυχείς χειρισμοί.
ανεπιτυχώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνεπιτυχ(ία) `έλλειψη επιτυχίας΄ -ής (αναδρ. σχημ.)· λόγ. ανεπιτυχ(ής) -ώς]



