Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανεξάρτητος
1 item total
ανεξάρτητος -η -ο [aneksártitos] Ε5 : 1.που δεν εξαρτάται από άλλον ή άλλο, που δεν έχει κάποια σχέση εξάρτησης. α. (για πρόσ.) που η δραστηριότητά του, η συμπεριφορά του κτλ. δεν επηρεάζεται, δεν καθορίζεται από κτ. άλλο ή από κάποιον άλλον: Είναι ~ και κάνει ό,τι θέλει. Είναι οικονομικά ~ και ξοδεύει όσα θέλει. || που δεν έχει οικογενειακές ή άλλες δεσμεύσεις: Γυναίκα ανεξάρτητη. β. (για χώρα, κράτος, οργανισμό κτλ.) που η λειτουργία του δεν επηρεάζεται ή δεν κατευθύνεται από άλλον: Aνεξάρτητη και ελεύθερη χώρα. Kυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος. ~ οικονομικά και διοικητικά οργανισμός. Aνεξάρτητη και αδέσμευτη εφημερίδα. H εκκλησία είναι ανεξάρτητη από το κράτος. H νομοθετική εξουσία πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική. γ. (για ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.): Aνεξάρτητη γνώμη. Aνεξάρτητη πολιτική. Aνεξάρτητη, μποέμικη ζωή. 2. που η ύπαρξή του ή η γένεσή του δεν έχει σχέση με κτ. άλλο: Γεγονότα ανεξάρτητα από τη θέλησή μας. Για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή μου… H ψυχή έχει φύση ανεξάρτητη από το σώμα. || (γραμμ.): Aνεξάρτητη πρόταση, κύρια. ANT εξαρτημένη. 3. που δεν αλλάζει, δεν επηρεάζεται ή δεν αλλοιώνεται από κτ. άλλο: H θερμοκρασία του νερού που βράζει είναι ανεξάρτητη από τη διάρκεια του βρασμού. Aνεξάρτητοι μετασχηματισμοί. || (μαθημ.): Aνεξάρτητη μεταβλητή. 4. (για πράγματα που δεν έχουν μεταξύ τους σχέση): Δύο παρατηρήσεις ανεξάρτητες η μία από την άλλη. 5. (ειδ.) α. Aνεξάρτητο διαμέρισμα, που έχει ιδιαίτερη είσοδο ή δεν είναι στον ίδιο όροφο με άλλο. Δωμάτιο με ανεξάρτητη είσοδο, χωριστή, όχι κοινή. β. ~ βουλευτής, που δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα ή πολιτική ομάδα. ανεξάρτητα & (λόγ.) ανεξαρτήτως ΕΠIΡΡ χωρίς να υπάρχει εξάρτηση, δέσμευση, επίδραση ή οποιαδήποτε άλλη σχέση: ~ από την απόφαση… Δύσκολο να αποφασίσει κανείς ~ από το συμφέρον του.

[λόγ. αν- (δες α- 1) εξαρτη- (εξαρτώ) -τος μτφρδ. γαλλ. indépendant· λόγ. ανεξάρτητ(ος) -ως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go