Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανεμβολίαστος -η -ο [anemvolíastos] Ε5 : (λόγ.) που δεν τον εμβολίασαν· (πρβ. αμπόλιαστος): ~ οργανισμός. Aνεμβολίαστοι στρατιώτες.
[λόγ. αν- (δες α- 1) εμβολιασ- (εμβολιάζω) -τος]



