Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανεκτικός
1 item total
ανεκτικός -ή -ό [anektikós] Ε1 : (για πρόσ.) που δείχνει (μεγάλη) ανοχή, υπομονή προς κπ.· (πρβ. υπομονετικός, επιεικής): Mην είσαι τόσο ~ με τους αυθάδεις. Mας βρήκε ανεκτικούς και κάνει πείσματα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεκτικός `υπομονετικός΄ & σημδ. γαλλ. tolérant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go