Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανεγγύητος
1 item total
ανεγγύητος -η -ο [anengíitos] Ε5 : (για οφειλή κτλ.) που δεν έχει εγγύηση ή εγγυητή· ανέγγυος. ANT εγγυημένος: Δε δέχομαι ανεγγύητες συναλλαγματικές. ανεγγύητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) εγγυη- (εγγυώμαι) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go