Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεβοκατεβαίνω
1 εγγραφή
ανεβοκατεβαίνω [anevokatevéno] Ρ (βλ. κατεβαίνω) : α.ανεβαίνω και κατεβαίνω επανειλημμένα: ~ πολλές φορές τη μέρα τις σκάλες. Όλο το πρωί ανεβοκατέβαινα από το ισόγειο στο τελευταίο πάτωμα. Bαρέθηκα ν΄ ~ στα υπουργεία. β. (μτφ., για αξίες, τιμές κτλ.) για υποτίμηση και ανατίμηση που γίνεται διαδοχικά και επανειλημμένα: H τιμή του χρυσού ανεβοκατεβαίνει.

[μσν. ανεβοκατεβαίνω < ανεβ(αίνω) -ο- + κατεβαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες