Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανεβοκατεβαίνω [anevokatevéno] Ρ (βλ. κατεβαίνω) : α.ανεβαίνω και κατεβαίνω επανειλημμένα: ~ πολλές φορές τη μέρα τις σκάλες. Όλο το πρωί ανεβοκατέβαινα από το ισόγειο στο τελευταίο πάτωμα. Bαρέθηκα ν΄ ~ στα υπουργεία. β. (μτφ., για αξίες, τιμές κτλ.) για υποτίμηση και ανατίμηση που γίνεται διαδοχικά και επανειλημμένα: H τιμή του χρυσού ανεβοκατεβαίνει.
[μσν. ανεβοκατεβαίνω < ανεβ(αίνω) -ο- + κατεβαίνω]



