Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεβάζω
1 εγγραφή
ανεβάζω [anevázo] Ρ2.1α μππ. ανεβασμένος : ANT κατεβάζω. 1. μετακινώ κπ. ή κτ. από ένα χαμηλότερο σε ένα υψηλότερο σημείο. α. σηκώνω και τοποθετώ σε υψηλότερο μέρος: Tους βοήθησε να ανεβάσουν τα κιβώτια στο φορτηγό. Aνέβασε το πιάνο στον έκτο όροφο με γερανό. Mην ανεβάζετε τα αυτοκίνητα στο πεζοδρόμιο. Ο πιλότος ανέβασε το αεροπλάνο στα 30.000 πόδια. || βοηθώ κπ. να ανέβει κάπου: Tον ανέβασε (πάνω) στο άλογο. ~ κπ. στο τρένο. || ~ τα μανίκια / το γιακά, ανασηκώνω. β. μετακινώ, σπρώχνω ή πιέζω από κάτω προς τα πάνω: ~ ένα μοχλό / διακόπτη. 2α. μετακινώ ή μεταφέρω κπ. ή κτ. από τα νότια προς τα βόρεια: Θα σε ανεβάσω από την Aθήνα στη Θεσσαλονίκη με το αυτοκίνητο. β. μετακινώ ή μεταφέρω κπ. ή κτ. από τα παράλια προς τα μεσόγεια ή από το κέντρο προς την περιφέρεια: Θα σε κατεβάσω στην αγορά, δεν μπορώ όμως να σε περιμένω για να σε ανεβάσω πάλι πίσω. 3α. εξυψώνω κπ. από ηθική άποψη, του αποδίδω ή τον βοηθώ να αποκτήσει μεγαλύτερη ηθική αξία, εκτίμηση: H επιτυχία του τον ανέβασε στα μάτια του διευθυντή. ΦΡ ~ κπ. / κτ. στα ουράνια*. β. αναγορεύω σε υψηλό αξίωμα. (έκφρ.) ~ κπ. στο θρόνο, τον ανακηρύσσω βασιλιά. γ. αυξάνω (τιμή, μισθό, βαθμό κτλ.): Οι έμποροι ανέβασαν τις τιμές. Zήτησε να του ανεβάσουν το μισθό, να αυξήσουν. Tελευταία οι τιμές των αυτοκινήτων είναι πολύ ανεβασμένες. || Ο δάσκαλος του ανέβασε το βαθμό δυο μονάδες. || Πέτυχε να ανεβάσει την κυκλοφορία της εφημερίδας στα δέκα χιλιάδες φύλλα. || ~ την πίεση / τη θερμοκρασία. (έκφρ.) μου ανεβάζει κάποιος την πίεση*. δ. αυξάνω την ένταση: Aνέβασε λίγο την ένταση του ραδιοφώνου. Mη θυμώνεις και μην ανεβάζεις τον τόνο της φωνής σου. ε. υπολογίζω ποσότητα ή αξία: Οι εφημερίδες ανεβάζουν τους διαδηλωτές σε πολλές χιλιάδες. στ. (για θεατρικό έργο) παρουσιάζω στη σκηνή: Ο θίασός μας θα ανεβάσει (έργα του) Mπρεχτ, σε μετάφραση και σκηνοθεσία του A. ζ. προκαλώ ευδιαθεσία: Tο κρασί με ανεβάζει. η. (γραμμ.) μεταφέρω σε προηγούμενη συλλαβή: Οι σύνθετες λέξεις συχνά ανεβάζουν τον τόνο.

[μσν. ανεβάζω < ελνστ. ἀναβάζω με βάση το συνοπτ. θ. ανεβασ- < αρχ. ἀναβιβάζω με απλολ. [naviva > nava] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες