Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- αναψυκτικό το [anapsiktikó] Ο38 : κάθε είδους μη οινοπνευματώδες δροσιστικό ποτό (χυμός φρούτων, βυσσινάδα κ.ά.): Kρύα αναψυκτικά. Tι θα πιείτε, ποτό ή ~;
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αναψυκτικός σημδ. γαλλ. rafraîchissement]
- αναψυκτικός -ή -ό [anapsiktikós] Ε1 : Aναψυκτικό ποτό, το αναψυκτικό.
[λόγ. αναψυκ- (αναψύχω) -τικός μτφρδ. γαλλ. rafraîchissant]



