Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναψυκτήριο
1 item total
αναψυκτήριο το [anapsiktírio] Ο40 : κατάστημα όπου σερβίρονται κυρίως αναψυκτικά, αλλά και γλυκά, παγωτά, καφές κτλ.: Yπαίθριο ~. Tο ~ του δημόσιου κήπου. || (ειδικότ. παλαιότερα) υπαίθριο αναψυκτήριο με ελαφρό ποικίλο πρόγραμμα (μουσική, χορό κτλ.): Tις Kυριακές όλη η οικογένεια πηγαίναμε στο ~ της γειτονιάς.

[λόγ. < ελνστ. ἀναψυκτήριον `μέρος αναψυχής΄ & σημδ. γερμ. Εrfrischungsraum]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go