Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναχρονιστικός
1 item total
αναχρονιστικός -ή -ό [anaxronistikós] Ε1 : που, καθώς είναι σύμφωνος με το πνεύμα μιας παλαιότερης εποχής και όχι της δικής του, έρχεται ή βρίσκεται σε αντίθεση με τη σύγχρονη πραγματικότητα· οπισθοδρομικός, καθυστερημένος: Aναχρονιστικές αντιλήψεις / ιδέες / απόψεις. Aναχρονιστική παιδεία.

[λόγ. < αγγλ. anachronistic < anachron(ism) = αναχρον(ισμός) -istic = -ιστικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go