Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναφύομαι [anafíome] Ρ9β (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) α. φυτρώνω, βλαστίζω πάλι. β. (μτφ., για ζητήματα, δυσχέρειες κτλ.) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, προκύπτω: Aναφύονται προβλήματα.
[λόγ.: α: αρχ. ἀναφύω, -ομαι· β: σημδ. γαλλ. surgir]