Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναφαίρετος
1 item total
αναφαίρετος -η -ο [anaféretos] Ε5 : που ανήκει σε κπ., έτσι ώστε να μην είναι δυνατό να του αφαιρεθεί: H πολιτιστική παράδοση είναι αναφαίρετο κτήμα κάθε λαού. Aναφαίρετο απόκτημα / δικαίωμα / προνόμιο. || (για έμφαση) απαραίτητος: Ο χώρος κι ο χρόνος είναι βασικά κι αναφαίρετα στοιχεία της συνείδησης. αναφαίρετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀναφαίρετος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go