Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναφαίρετος -η -ο [anaféretos] Ε5 : που ανήκει σε κπ., έτσι ώστε να μην είναι δυνατό να του αφαιρεθεί: H πολιτιστική παράδοση είναι αναφαίρετο κτήμα κάθε λαού. Aναφαίρετο απόκτημα / δικαίωμα / προνόμιο. || (για έμφαση) απαραίτητος: Ο χώρος κι ο χρόνος είναι βασικά κι αναφαίρετα στοιχεία της συνείδησης.
αναφαίρετα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀναφαίρετος]