Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατρέφω
1 εγγραφή
ανατρέφω [anatréfo] -ομαι & αναθρέφω [anaθréfo] -ομαι Ρ αόρ. ανέθρεψα και ανάθρεψα, απαρέμφ. αναθρέψει, παθ. αόρ. ανατράφηκα και αναθράφηκα, απαρέμφ. ανατραφεί και αναθραφεί, μππ. αναθρεμμένος : φροντίζω να διαμορφωθεί σωστά κάποιος από πνευματική και ηθική άποψη: Είναι δύσκολο να αναθρέψεις σωστά ένα παιδί. Έχει ανατραφεί μέσα στα χάδια και στην πολυτέλεια. || (επέκτ. για σωματική ανάπτυξη) διατρέφω: Aγωνίστηκε σκληρά για να αναθρέψει τα παιδιά της.

[αρχ. ἀνατρέφω· μσν. αναθρέφω < ανα- θρέφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες