Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναστεναγμός
1 item total
αναστεναγμός ο [anastenaγmós] Ο17 : έκφραση μιας συναισθηματικής κατάστασης με φωνή συνήθ. άναρθρη, που συχνά συνοδεύεται από βαθιά αναπνοή: Bαθύς / βαρύς ~. Bγάζω αναστεναγμούς. Mε κλάματα κι αναστεναγμούς κήδεψαν το νεκρό. Ερωτικοί αναστεναγμοί, που προέρχονται από σεξουαλική απόλαυση.

[μσν. αναστεναγμός < αναστενακ- (αναστενάζω) -μός με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go