Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανασκόπηση
1 item total
ανασκόπηση η [anaskópisi] Ο33 : σύντομη εξέταση ή παρουσίαση γεγονότων, μιας κατάστασης κτλ. ανατρέχοντας στο παρελθόν: Οι δύο πρωθυπουργοί έκαναν ~ της διεθνούς κατάστασης και των διμερών σχέσεων. Tηλεοπτική εκπομπή με ~ των γεγονότων του έτους που πέρασε.

[λόγ. ανασκοπη- (ανασκοπώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. révision & αγγλ. review]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go