Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανασκόπηση η [anaskópisi] Ο33 : σύντομη εξέταση ή παρουσίαση γεγονότων, μιας κατάστασης κτλ. ανατρέχοντας στο παρελθόν: Οι δύο πρωθυπουργοί έκαναν ~ της διεθνούς κατάστασης και των διμερών σχέσεων. Tηλεοπτική εκπομπή με ~ των γεγονότων του έτους που πέρασε.
[λόγ. ανασκοπη- (ανασκοπώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. révision & αγγλ. review]



