Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανασαλεύω
1 item total
ανασαλεύω [anasalévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) κινώ ελαφρά κτ.: Ο άνεμος ανασαλεύει τα φύλλα / κλαδιά του δέντρου. Aνασαλεύει κάποιος / κτ., κινείται ελαφρά. Aνασάλεψε για μια στιγμή, αλλά δεν ξύπνησε.

[ελνστ. ἀνασαλεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go