Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναρωτιέμαι
1 item total
αναρωτιέμαι [anarotxéme] Ρ10.1β : υποβάλλω στον εαυτό μου ερώτηση, στην οποία δυσκολεύομαι να απαντήσω: ~ γιατί τον αγαπά, αφού τη βασανίζει.

[μέσο < μσν. αναρωτώ < αρχ. ἀνερωτῶ `εξετάζω, ζητώ να μάθω΄ με επανεισαγωγή του προθήματος ανα-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go