Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπότρεπτος
1 εγγραφή
αναπότρεπτος -η -ο [anapótreptos] Ε5 : (ιδ. για κτ. κακό) που δεν μπορούν να τον αποτρέψουν, να τον κάνουν να μην πραγματοποιηθεί: H αναπότρεπτη μοίρα / φυσική αναγκαιότητα. || αναπόφευκτος: Ο πόλεμος είναι πια ~. αναπότρεπτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. αναπότρεπτος `αμετάκλητος΄ < αν- (δες α- 1) αποτρέπ(ω) -τος κατά τη σημ. της λ. αποτρέπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες