Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αναποτελεσματικός -η -ο [anapotelezmatikós] Ε1 : που δεν είναι αποτελεσματικός: Aναποτελεσματικές ενέργειες / προσπάθειες / πράξεις.
αναποτελεσματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) αποτελεσματικός μτφρδ. γαλλ. ineffectif & αγγλ. ineffective]



