Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναπολώ
1 item total
αναπολώ [anapoló] Ρ10.9α : (για κτ. ευχάριστο) ξαναφέρνω στη μνήμη μου με νοσταλγία: Aναπολεί τα παιδικά του χρόνια / τις παλιές καλές μέρες. Aναπολούσε τα συμβάντα της περασμένης νύχτας.

[λόγ. < αρχ. ἀναπολῶ `θυμάμαι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go