Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναπληρωτής
1 item total
αναπληρωτής ο [anaplirotís] Ο7 θηλ. αναπληρώτρια [anaplirótria] Ο27 : 1.αυτός που αναπληρώνει κπ. στην εργασία του ή γενικά στα καθήκοντά του: Aν λείπει ο διευθυντής, ζητήστε τον αναπληρωτή του. || (ως επίθ., ως ονομασία, ιδίως αξιωματούχων): ~ υπουργός / πρόεδρος / καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. 2. βαθμίδα της πανεπιστημιακής ιεραρχίας ανάμεσα στον επίκουρο καθηγητή και στον καθηγητή πρώτης βαθμίδας. || (ως επίθ.): ~ καθηγητής.

[λόγ. αναπληρω- (δες αναπληρώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. suppléant· λόγ. αναπληρω(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go