Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναπλειστηριασμός ο [anaplistiriazmós] Ο17 : (νομ.) επανάληψη του πλειστηριασμού: Δεν ορίστηκε ακόμη η ημερομηνία του αναπλειστηριασμού.
[λόγ. ανα- πλειστηριασμός μτφρδ. γαλλ. nouvelle anchère]