Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναπαριστάνω
1 item total
αναπαριστάνω [anaparistáno] -ομαι Ρ (βλ. παριστάνω) : κάνω αναπαράσταση ενός γεγονότος ή πράγματος: Aυτόπτες μάρτυρες θα αναπαραστήσουν τα γεγονότα μπροστά στο δικαστήριο. Mακέτα που αναπαριστάνει την αρχαία Πομπηία / Ολυμπία.

[λόγ. ανα- παριστάνω μτφρδ. γαλλ. représenter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go