Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλύω
2 εγγραφές [1 - 2]
αναλύω 2 -ομαι : θερμαίνοντας κτ. το κάνω ρευστό ή υγρό: Aναλύουμε το βούτυρο στη φωτιά, το λιώνουμε. ΦΡ αναλύομαι σε λυγμούς*.

[λόγ. επίδρ. στο αναλυώ < μσν. αναλυώ < αρχ. ἀναλύω (δες στο αναλύω 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

αναλύω 1 [analío] -ομαι Ρ9 αόρ. ανέλυσα και ανάλυσα, απαρέμφ. αναλύσει : χωρίζω κτ. στα στοιχεία που το αποτελούν, κάνω ανάλυση. 1. χρησιμοποιώ τη χημική ή τη φυσική μέθοδο ανάλυσης. α. χωρίζω τα στοιχεία που αποτελούν ένα υλικό σώμα ή που περιέχονται σε αυτό, για να διαπιστώσω ή για να μελετήσω τη σύστασή τους: ~ το νερό μιας πηγής. || (μτφ.): ~ το αίμα / τα ούρα, για να ανιχνεύσω παθολογικά στοιχεία. β. για φαινόμενο που το αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις, όπως π.χ. το φως, ο ήχος κτλ.: Tο γυάλινο πρίσμα αναλύει το λευκό στα χρώματα που το αποτελούν. Tο ηλιακό φως, όταν αναλυθεί πρισματικά, δείχνει ότι περιέχει όλα τα χρώματα. 2. (για διαδικασία νοητικής ανάλυσης) διακρίνω, διαχωρίζω τα στοιχεία που συνθέτουν μια κατάσταση, ένα φαινόμενο ή ένα προϊόν της σκέψης, για να το κατανοήσω καλύτερα ή για να το μελετήσω, το εξετάζω από όλες τις πλευρές του και σε όλες τις λεπτομέρειές του: ~ ένα κοινωνικό φαινόμενο / τα συμπεράσματα μιας έρευνας / την οικονομική κατάσταση της χώρας. Θα αναλυθούν γραμματικά και συντακτικά οι προτάσεις του αρχαίου κειμένου. Στο μάθημα της λογοτεχνίας αναλύσαμε έργα σύγχρονων ποιητών και πεζογράφων. || εξηγώ κτ. λεπτομερώς: Mας ανέλυσε τις απόψεις του. Δεν μπορώ να σου αναλύσω το σχέδιό μου με λίγα λόγια.

[λόγ. < αρχ. ἀναλύω `ξελύνω, διαλύω κτ. στα συστατικά του΄ & σημδ. γαλλ. analyser & αγγλ. analyse ἀνάλυσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες