Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανακωχή η [anakoxí] Ο29 : προσωρινή διακοπή των πολεμικών επιχειρήσεων, ύστερα από συμφωνία των αντίπαλων παρατάξεων: Tην ~ ακολουθεί συνήθως οριστική σύναψη ειρήνης. Kάνω ~. Παραβιάζω την ~. || (επέκτ.) προσωρινή διακοπή των διενέξεων μεταξύ ατόμων ή παρατάξεων.
[λόγ. < αρχ. ἀνοκωχή, ελνστ. γραφή: ἀνακωχή]



