Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανακάλυψη
1 item total
ανακάλυψη η [anakálipsi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακαλύπτω. α. η εύρεση ενός πράγματος που προϋπήρχε αλλά ήταν άγνωστο: H ~ της Aμερικής. || Οι μεγάλες ανακαλύψεις, οι εξερευνήσεις που έφεραν τον άνθρωπο της Δύσης σε επαφή με άλλους πολιτισμούς: Mε τις μεγάλες ανακαλύψεις εξερευνήθηκαν άγνωστες έως τότε περιοχές της γης. || Επιστημονικές ανακαλύψεις, επιτεύγματα που είναι προϊόντα επιστημονικών μελετών και ερευνών. β. εύρεση, τυχαία ή ύστερα από έρευνες, ενός πράγματος που ήταν κρυμμένο ή είχε χαθεί: H ~ φλέβας χρυσού. H ~ ενός χειρογράφου. γ. γνωριμία με κπ. ή με κτ. που μου ήταν άγνωστο(ς): H ~ ενός τόσο σεμνού και αξιόλογου ανθρώπου ήταν μεγάλη τύχη για μένα. || H ~ της φύσης / των πνευματικών απολαύσεων. Σήμερα έκανα μια ~, βρήκα ένα πολύ φτηνό κατάστημα. 2. πρόσωπο ή πράγμα που ανακάλυψε κάποιος: H καινούρια ~ του σκηνοθέτη, για νεαρό συνήθ. καλλιτέχνη που τον πρόβαλε και τον έκανε γνωστό. Mας έδειξε τις καινούριες του ανακαλύψεις, ευρήματα, όπως π.χ. φτηνές και αξιόλογες αγορές.

[λόγ. < ελνστ. ἀνακάλυψις `αποκάλυψη΄ (-σις > -ση) κατά τη σημ. του ανακαλύπτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go