Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναιμία η [anemía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια του αίματος σε ερυθρά αιμοσφαίρια ή σε αιμοσφαιρίνη και που συχνά εκδηλώνεται με ωχρότητα του προσώπου: Mεσογειακή / δρεπανοκυτταρική / αιμολυτική / κακοήθης ~.
[λόγ. < αρχ. ἀναιμία `έλλειψη αίματος΄ σημδ. γαλλ. anémie < αρχ. ἀναιμία]