Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναθερμαίνω
1 item total
αναθερμαίνω [anaθerméno] -ομαι Ρ7.2 : ενεργοποιώ πάλι κτ. που είχε χάσει τη θέρμη, την ένταση, το δυναμισμό του: Έγιναν επαφές με σκοπό να αναθερμάνουν τις σχέσεις των δύο κρατών, που τελευταία είχαν ψυχρανθεί. Aναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον των επενδυτών στο χρηματιστήριο.

[λόγ. < ελνστ. ἀναθερμαίνω (αρχ. ἀναθερμαίνομαι) `ξαναζεσταί νω΄ & σημδ. αγγλ. warm up]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go