Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αναζωπυρώνω [anazopiróno] -ομαι Ρ1 : 1.δυναμώνω μισοσβησμένη φωτιά, την κάνω να ξαναφουντώσει: Ο δυνατός άνεμος αναζωπύρωσε την πυρκαγιά. 2. (μτφ.) προκαλώ έξαρση σε κτ. που βρίσκεται σε ύφεση: Οι δερματικές ασθένειες αναζωπυρώνονται συνήθως την άνοιξη. Aναζωπυρώνεται ο ενθουσιασμός / το ενδιαφέρον του κοινού, αναθερμαίνεται. Προσπάθησαν να αναζωπυρώσουν τα πολιτικά πάθη, να τα εξάψουν πάλι.
[λόγ. < ελνστ. ἀναζωπυρ(ῶ) -ώνω (αρχ. ἀναζωπυρέω)]



