Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγεννώ [anajenó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : για κτ. το οποίο επανεμφανίζεται ακμαίο και ζωηρό ύστερα από μια περίοδο παρακμής ή κατάπτωσης: Tο έθνος αναγεννήθηκε το 1821. || Εμφανίστηκε αναγεννημένος. (έκφρ.) κάποιος / κτ. αναγεννάται από την τέφρα του, για κπ. ή για κτ. που, ύστερα από μεγάλη καταστροφή, δημιουργείται ξανά, επανακτά τις δυνάμεις του.
[λόγ. < ελνστ. ἀναγεννῶ `γεννώ ξανά, ανανεώνω΄]