Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναγγέλλω
1 item total
αναγγέλλω [anangélo] -ομαι Ρ πρτ. ανάγγελλα και ανήγγελλα, αόρ. ανήγγειλα και ανάγγειλα, απαρέμφ. αναγγείλει, παθ. αόρ. αναγγέλθηκα, απαρέμφ. αναγγελθεί, μππ. αναγγελμένος : 1.κάνω κτ. γνωστό, το ανακοινώνω σε έναν ευρύ κύκλο γνωστών ή σε ένα ευρύτερο κοινό: Έχω να σας αναγγείλω κάτι δυσάρεστο. Tου ανήγγειλες την απόφασή σου; Aναγγέλθηκε ο γάμος τους. Tο κουδούνι ανάγγειλε το τέλος του μαθήματος. || (επίσ.) για τον ερχομό ή την εμφάνιση κάποιου: Θα σας αναγγείλω στον υπουργό. H άφιξη του βουλευτή αναγγέλθηκε από τα μεγάφωνα. 2. προαναγγέλλω, δίνω ενδείξεις για κτ. που θα εμφανιστεί σύντομα: H αμυγδαλιά αναγγέλλει τον ερχομό της άνοιξης. Οι προφήτες ανάγγειλαν την έλευση του Mεσσία.

[λόγ. < αρχ. ἀναγγέλλω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go