Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέξοδος
1 εγγραφή
ανέξοδος -η -ο [anéksoδos] Ε5 : α.που γίνεται χωρίς πολλά έξοδα, χωρίς πολλές δαπάνες: Οι διακοπές στα μικρά νησιά είναι σχεδόν ανέξοδες. || που η απόκτησή του ή η χρήση του είναι ανέξοδη: Aνέξοδο αυτοκίνητο. β. (για πρόσ.) που δεν κάνει πολλά έξοδα: Aνέξοδη γυναίκα. ανέξοδα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) έξοδ(ον) -ος (διαφ. το ελνστ. ἀνέξοδος `χωρίς διέξοδο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες