Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανέμη
1 item total
ανέμη η [anémi] Ο30 : όργανο της υφαντικής, με οριζόντια περιστρεφόμενη στεφάνη, γύρω από την οποία τεντώνουν τουλούπες (κούκλες) νήματος για να το τυλίξουν σε κουβάρι ή μασούρι· ροδάνι. (έκφρ.) κόκκινη κλωστή δεμένη στην ~ τυλιγμένη, δώσ΄ της κλότσο* να γυρίσει, παραμύθι ν΄ αρχινίσει.

[ελνστ. ἀνέμη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go