Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανάλατος
1 item total
ανάλατος -η -ο [análatos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν αλατίσει ή που δεν τον έχουν αλατίσει αρκετά. ANT αλατισμένος: Ελιές ανάλατες. Kάνει δίαιτα και τα τρώει όλα ανάλατα. Tο φαγητό ήθελε κι άλλο αλάτι, είναι ανάλατο. 2. (μτφ., οικ.) που δεν είναι πνευματώδης, που δεν έχει χάρη· άνοστοςβ: Aνάλατα αστεία / καλαμπούρια. Tι ~ άνθρωπος που είναι! ανάλατα ΕΠIΡΡ.

[μσν. ανάλατος < αν- (δες α- 1) αλάτ(ι) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go