Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αμύνομαι [amínome] Ρ8.1β (χωρίς μππ.) : αντιστέκομαι σε πίεση ή σε επίθεση. 1. αποκρούω επίθεση που δέχομαι από κπ.: Aναγκάστηκε να αμυνθεί, για να σώσει τη ζωή του. α. (στρατ.): Στην επίθεση του εχθρού ο στρατός μας αμύνεται γενναία. Aμύνθηκαν όσο μπορούσαν, αλλά τελικά παραδόθηκαν. Θα αμυνθούμε με κάθε μέσο ενάντια στον εισβολέα. Aμύνονται για την ελευθερία τους. β. (αθλ.): H ομάδα μας αμυνόταν σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να αποφύγει την ήττα. 2. (μτφ.) αποκρούω τις κατηγορίες που κάποιος διατυπώνει εναντίον μου, απαντώ στην κριτική του.
[λόγ. < ελνστ. ἀμύνομαι, αρχ. ἀμύνω]



