Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αμφίδρομος -η -ο [amfíδromos] Ε5 : (λόγ.) που κινείται ή ασκεί επίδραση προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις: Aμφίδρομη κίνηση. || (μτφ.): Aμφίδρομη ανταλλαγή εμπειριών. || (χημ.) αμφίδρομη αντίδραση, αντίδραση κατά την οποία δημιουργείται ισορροπία μεταξύ των αντιδρώντων σωμάτων και των προϊόντων της αντίδρασης.
αμφίδρομα ΕΠIΡΡ: Aντίδραση που λειτουργεί ~. [λόγ. < ελνστ. ἀμφίδρομος, αρχ. σημ.: `που περικλείει΄]



