Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αμυγδαλωτός
1 item total
αμυγδαλωτός -ή -ό [amiγδalotós] Ε1 : 1.που έχει σχήμα αμύγδαλου: Mάτια αμυγδαλωτά. 2. που περιέχει αμύγδαλα: Kουφέτα αμυγδαλωτά. || (ως ουσ.) το αμυγδαλωτό, γλυκό από ψίχα αμύγδαλου ζυμωμένη με αλεύρι, ζάχαρη και ανθόνερο.

[μσν. αμυγδαλωτός < αμύγδαλ(ο) -ωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go