Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αμνησία
1 item total
αμνησία η [amnisía] Ο25 : απώλεια της μνήμης, η οποία μπορεί να έχει οργανική (τραυματισμός, κόπωση, σοκ, αλκοολισμός, γηρατειά κτλ.) ή ψυχική αιτιολογία.

[λόγ. < ελνστ. ἀμνησία `ξεχασιά΄ σημδ. γαλλ. amnésie < ελνστ. ἀμνησία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go