Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμοδοχείο
1 εγγραφή
αμμοδοχείο το [amoδoxío] Ο39 : 1.ειδικό δοχείο με πολύ λεπτή άμμο που την άπλωναν πάνω στα χειρόγραφα για να στεγνώσει η μελάνη. 2. δοχείο γεμάτο με άμμο το οποίο το χρησιμοποιούσαν ως σταχτοδοχείο, πτυελοδοχείο κτλ.

[λόγ. αμμο- + δοχείον μτφρδ. γερμ. Sandfass ή αγγλ. sandbox (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες