Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αμεροληψία
1 item total
αμεροληψία η [amerolipsía] Ο25 : η ιδιότητα του αμερόληπτου: Kρίνει / δικάζει με ~.

[λόγ. αμερόληπ(τος) -σία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go