Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμβλυγώνιος
1 εγγραφή
αμβλυγώνιος -α -ο [amvliγónios] Ε6 : που έχει αμβλεία γωνία: α. (μαθημ.): Aμβλυγώνιο τρίγωνο, που μια από τις γωνίες του είναι αμβλεία. β. (φιλολ.): Aμβλυγώνιες αγκύλες, οι γωνιώδεις αγκύλες.

[λόγ. < ελνστ. ἀμβλυγώνιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες