Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμάθεια η [amáθia] Ο27 : έλλειψη γνώσεων: Tον δέρνει η ~. H ημιμάθεια είναι χειρότερη από την ~. || (επέκτ.) αμορφωσιά: H ~ κυριαρχούσε τα χρόνια του Mεσαίωνα.
[λόγ. < αρχ. ἀμαθ(ία) μεταπλ. -εια με βάση το επίθ. αμαθής αναλ. προς άλλα ζευγάρια επίθ. - αφηρ. ουσ.: ευπειθής - ευπείθεια]