Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αλυσοδένω
1 item total
αλυσοδένω [alisoδéno] -ομαι Ρ1 : 1. δένω κπ. με αλυσίδες: Ο ληστής αλυσοδεμένος ρίχτηκε στη φυλακή. 2. (μτφ.) στερώ από κπ. την ελευθερία ή γενικά τη δυνατότητα να ενεργεί ελεύθερα: Ο δικτάτορας αλυσόδεσε το λαό.

[μσν. αλυσοδένω < άλυσ(ος ο δες στο άλυσος η) -ο- + δένω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go