Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αλουργίδα
1 item total
αλουργίδα η [alurjíδa] Ο26 : πολυτελές κόκκινο ρούχο ιδίως της βυζαντινής εποχής: Aυτοκρατορική ~.

[λόγ. < αρχ. ἁλουργίς, αιτ. -ίδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go