Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αλκοολούχος
1 item total
αλκοολούχος -α / -ος -ο [alkoolúxos] Ε14 : για ποτό που περιέχει αλκοόλ· οινοπνευματώδης. || (ως ουσ.) τα αλκοολούχα, τα αλκοολούχα ποτά.

[λόγ. αλκοόλ + -ούχος μτφρδ. γερμ. alkoolhaltig]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go