Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλιεύω
1 εγγραφή
αλιεύω [aliévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.(επίσ.) ψαρεύω: Στα μεγάλα αλιευτικά τα ψάρια που αλιεύονται καταψύχονται αμέσως. 2. (μτφ., ειρ.) ψάχνω επίμονα να βρω, να συγκεντρώσω κτ.: ~ ψηφοφόρους, προσπαθώ να τους πείσω να ψηφίσουν κάποιο κόμμα ή κπ. υποψήφιο. ~ ψήφους. ~ μαργαριτάρια, ανακαλύπτω κάποια σοβαρά λάθη.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἁλιεύω (αρχ. ἁλιεύομαι)· 2: σημδ. ιταλ. pescare ή γαλλ. pêcher]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες