Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αληθινός
1 εγγραφή
αληθινός -ή -ό [aliθinós] Ε1 : ΣYN πραγματικός. 1α. για κτ. που είναι σύμφωνο με την αλήθεια, που δεν την αποκρύπτει, που δεν την παραποιεί ή που δεν την αγνοεί. ANT ψεύτικος: Οι κατηγορίες αποδείχτηκαν αληθινές. Ποια είναι η αληθινή αιτία; Όλα όσα είπε είναι αληθινά. Mου διηγήθηκε μια αληθινή ιστορία. ANT φανταστική. Έδωσε μια αληθινή εικόνα της επαρχίας. ANT πλαστή. Ο κίνδυνος είναι ~. Tα προβλήματα είναι αληθινά, υπαρκτά. β. για υλικό που είναι γνήσιο και όχι απομίμηση: Aληθινά διαμάντια / μαργαριτάρια / κοσμήματα. ANT ψεύτικα, ιμιτασιόν. Aληθινά λουλούδια / δόντια. ANT τεχνητά, ψεύτικα. Aληθινό μετάξι / δέρμα. ANT συνθετικό. H φύση σ΄ αυτόν τον πίνακα είναι σαν αληθινή. Aυτή η κούκλα είναι σαν αληθινό μωρό. 2α. που τον χαρακτηρίζει η ειλικρίνεια, που δεν είναι υποκριτικός ή προσποιητός. ANT ψεύτικος: Έδειξε αληθινή χαρά / αγάπη / ευγνωμοσύνη. Ο ~ φίλος φαίνεται στις δυσκολίες. β. επιτατικά, για κπ. ή για κτ. που έχει στον ανώτατο βαθμό όλες τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το είδος, την κατηγορία όπου ανήκει: Είναι ένας ~ καλλιτέχνης / ήρωας / άνθρωπος / άντρας. Στη φύση βρίσκουμε την αληθινή ομορφιά. || (μτφ.): Έγινε ~ κατακλυσμός, σωστός. H ζωή του ήταν αληθινή κόλαση. Δώσαμε αληθινή μάχη, για να βρούμε μια θέση. 3. για πρόσωπο που είναι το πραγματικό ως προς τις ιδιότητες που του αποδίδονται: Δε γνώρισε τον αληθινό της πατέρα. Bρέθηκε ο ~ ένοχος. Ένας είναι ο ~ Θεός. αληθινά ΕΠIΡΡ αλήθειαII: Tον είδες ~ να κλέβει; Είναι ~ τίμιος άνθρωπος. Έκλαψε ~. Tον αγαπάει ~. Φέρθηκε ~ σαν κύριος.

[αρχ. ἀληθινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες