Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αλάβαστρο
1 item total
αλάβαστρο το [alávastro] Ο42 & αλάβαστρος ο [alávastros] Ο19 : α.λευκός ημιδιαφανής λίθος που χρησιμοποιείται στην κατασκευή κοσμημάτων και κομψοτεχνημάτων: Πλάκες από ~ με ανάγλυφη διακόσμηση. β. μυροδοχείο ή άλλο αντικείμενο από αλάβαστρο. || άρωμα, μύρο σε αλαβάστρινο δοχείο.

[λόγ. < ελνστ. ἀλάβαστρον τό, αρχ. ἀλάβαστρος ὁ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go