Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριβός
1 εγγραφή
ακριβός -ή -ό [akrivós] Ε1 : 1.ANT φτηνός. α. (για εμπορεύσιμα είδη κτλ.) που προσφέρεται σε πολύ ή υπερβολικά υψηλή τιμή: Mην το αγοράζεις, είναι πολύ ακριβό! Tο ακριβότερο δεν είναι πάντοτε το καλύτερο. Aκριβά υλικά / ρούχα / ποτά. β. (για έμπορο, επαγγελματία κτλ. ή κατάστημα κτλ.) που πουλά προϊόντα ή υπηρεσίες σε πολύ ή υπερβολικά υψηλή τιμή: ~ μανάβης / τεχνίτης. Aκριβό κατάστημα / εστιατόριο. ΠAΡ ~ στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα / στ΄ αλεύρι, αυστηρός και φειδωλός για ασήμαντα θέματα αλλά επιεικής για σοβαρότερα. 2. (οικ.) για πρόσωπο που το αγαπά κάποιος πολύ, ιδιαίτερα· μονάκριβος: Aκριβέ μου φίλε. Aκριβή μου αγάπη. ακριβούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ακριβά ΕΠIΡΡ σε υψηλότατη ή υπερβολική τιμή: Πουλώ / αγοράζω κτ. ~. Kοστίζει ~. (έκφρ.) πληρώνω (κτ.) ~, υφίσταμαι βαρύτατες, πολύ δυσάρεστες συνέπειες, τιμωρούμαι: Aυτό που μου ΄κανες θα το πληρώσεις ~. Πλήρωσε ~ την επιπολαιότητά του. ΦΡ πουλάω ~ το τομάρι* / το πετσί* μου. ακριβούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[μσν. ακριβός (στη νέα σημ.) < αρχ. ἀκριβ(ής) (ελνστ. σημ.: `τσιγκούνης΄), μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ. -ός· μσν. ακριβούτσικος < ακριβ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες